αμοραλίστρια

Greek

Noun

αμοραλίστρια • (amoralístriaf (plural αμοραλίστριες, masculine αμοραλιστής)

  1. amoralist

Declension

Declension of αμοραλίστρια
singular plural
nominative αμοραλίστρια (amoralístria) αμοραλίστριες (amoralístries)
genitive αμοραλίστριας (amoralístrias) αμοραλιστριών (amoralistrión)
accusative αμοραλίστρια (amoralístria) αμοραλίστριες (amoralístries)
vocative αμοραλίστρια (amoralístria) αμοραλίστριες (amoralístries)